ἐπίσκηψιν

ἐπίσκηψιν
ἐπίσκηψις
injunction
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίσκηψις — ἐπίσκηψις, ἡ (Α) [επισκήπτω] 1. εντολή, διαταγή 2. (ως αττ. δικαν. όρος) καταγγελία («πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • προεπισκήπτομαι — Α υποβάλλω πρώτος επίσκηψιν*, αρχίζω πρώτος τη διαδικασία τής καταγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπισκήπτομαι «καταγγέλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”